Ελληνικά » Γερμανικά

θολ|ός <-ή, -ό> [θɔˈlɔs] ΕΠΊΘ

1. θολός (όχι διαυγής: νερό):

θολός

2. θολός (που δε γυαλίζει):

θολός

3. θολός (γυαλί: από υγρασία):

θολός

4. θολός (που δε διακρίνεται καλά):

θολός

θόλος [ˈθɔlɔs] SUBST αρσ

1. θόλος ΑΡΧΙΤ:

Kuppel θηλ
Kirchenkuppel θηλ

2. θόλος (θολοειδής):

Gewölbe ουδ
Firmament ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский