Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: total , totalitär και totarbeiten

I . total [toˈtaːl] ΕΠΊΘ

1. total (völlig):

2. total (totalitär):

II . total [toˈtaːl] ΕΠΊΡΡ (völlig)

totalitär [totaliˈtɛːɐ] ΕΠΊΘ

tot|arbeiten VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский