Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: willfährig και hinfällig

hinfällig ΕΠΊΘ

1. hinfällig (gebrechlich):

2. hinfällig (ungültig):

willfährig [ˈvɪlfɛːrɪç, -ˈ--] ΕΠΊΘ mst μειωτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский