Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: rekeln και ekeln

rekeln [ˈreːkəln] VERB αυτοπ ρήμα sich rekeln

1. rekeln (sich recken):

2. rekeln (sich lümmeln):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский