Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „strichlieren“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

strichlieren [ʃtrɪçˈliːrən] VERB μεταβ A

strichlieren s. stricheln

Βλέπε και: stricheln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "strichlieren" σε άλλες γλώσσες

"strichlieren" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский