Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stapeln , Stiel και Stele

I . stapeln [ˈʃtaːpəln] VERB μεταβ

II . stapeln [ˈʃtaːpəln] VERB αυτοπ ρήμα

stapeln sich stapeln:

Stele <-, -n> SUBST θηλ

στήλη θηλ

Stiel <-(e)s, -e> [ʃtiːl] SUBST αρσ

1. Stiel (Griff):

λαβή θηλ

2. Stiel (Besenstiel):

4. Stiel (von Weinglas):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский