Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ordern , Orden , irden και erden

erden VERB μεταβ ΗΛΕΚ

Orden <-s, -> [ˈɔrdən] SUBST αρσ

1. Orden ΘΡΗΣΚ (Gemeinschaft):

τάγμα ουδ

ordern [ˈɔrdɐn] VERB μεταβ/αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский