Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: speisen και speien

speisen [ˈʃpaɪzən] VERB μεταβ

1. speisen τυπικ (essen):

2. speisen ΤΕΧΝΟΛ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский