Γερμανικά » Ελληνικά

schweben [ˈʃveːbən] VERB αμετάβ

2. schweben (gleiten):

3. schweben ΝΟΜ:

Παραδειγματικές φράσεις με schwebender

schwebender Rechtsfall
schwebender Fall

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский