Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „schnippeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

schnippeln [ˈʃnɪpəln] VERB μεταβ

1. schnippeln (mit Messer):

schnippeln

2. schnippeln (mit Schere):

schnippeln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schnippeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский