Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: erschlaffen , abschlaffen και Zeitraffer

Zeitraffer <-s, -> [-rafɐ] SUBST αρσ ΚΙΝΗΜ

ab|schlaffen VERB αμετάβ +sein

erschlaffen [ɛɐˈʃlafən] VERB αμετάβ +sein

1. erschlaffen (Muskeln):

2. erschlaffen (Seil):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский