Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: rumlaufen , Humanist , rumoren , Rumäne και Rumänien

Rumänien <-s> [ruˈmɛːniən] SUBST ουδ ενικ

Rumäne <-n, -n> [ruˈmɛːnə] SUBST αρσ

rumoren [ruˈmoːren] VERB αμετάβ

1. rumoren (von Magen):

2. rumoren (lärmen):

Humanist(in) <-en, -en> SUBST αρσ(θηλ)

2. Humanist (Altsprachler):

rumlaufen αμετάβ οικ
περιφέρομαι αμετάβ
rumlaufen αμετάβ οικ
τριγυρίζω αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский