Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Output και potent

potent [poˈtɛnt] ΕΠΊΘ

1. potent (finanziell):

2. potent (sexuell):

Output <-s, -s> [ˈaʊtpʊt] SUBST αρσ

1. Output:

Output Η/Υ, ΤΗΛ
έξοδος θηλ

2. Output ΟΙΚΟΝ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский