Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Postbote , kostbar και posten

Postbote (-botin) <-n, -n> SUBST αρσ (θηλ)

posten [ˈpɔstən] VERB μεταβ/αμετάβ CH

posten s. ein|kaufen

kostbar ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "postbox" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский