Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „packeln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

packeln [ˈpakəln] VERB αμετάβ A οικ μειωτ

packeln s. paktieren

Βλέπε και: paktieren

paktieren [pakˈtiːrən] VERB αμετάβ oft μειωτ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
In manchen Regionen ist das Packeln nicht nur erlaubt, sondern fester Bestandteil des Spiels.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"packeln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский