Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύμφωνο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύμφωνο [ˈsiɱfɔnɔ] SUBST ουδ

1. σύμφωνο ΓΛΩΣΣ:

σύμφωνο
Konsonant αρσ
σύμφωνο
Mitlaut αρσ
Reibelaut αρσ
αρχικό/τελικό σύμφωνο
υγρό σύμφωνο
Liquida θηλ

2. σύμφωνο (συνθήκη):

σύμφωνο
Abkommen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με σύμφωνο

σύμφωνο ουδ σταθερότητας
υγρό σύμφωνο
Liquida θηλ
Reibelaut αρσ
στιγμιαίο σύμφωνο ΓΛΩΣΣ
ηχηρό σύμφωνο
Stabilitäts- und Wachstumspakt αρσ
αρχικό/τελικό σύμφωνο
ασύμφωνο/σύμφωνο φως ΦΥΣ
Ehevertrag αρσ
δεν είναι σύμφωνο με το

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский