Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gestrig και nonstop

nonstop [ˈnɔnˈstɔp] ΕΠΊΡΡ

1. nonstop (Flug):

2. nonstop (pausenlos):

gestrig [ˈgɛstrɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский