Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: lexikologisch , Lexikologin και Lexikologie

lexikologisch ΕΠΊΘ

Lexikologie <-> [lɛksikoloˈgiː] SUBST θηλ ενικ

Lexikologin <-, -nen> SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский