Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Lexikografin“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Lexikografin <-, -nen> SUBST θηλ

Lexikografin

Lexikograf <-en, -en> [lɛksikoˈgraːf] SUBST αρσ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Erst sehr spät wurde sie Schriftstellerin und Lexikografin.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Lexikografin" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский