Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „läppert“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

läppern [ˈlɛpɐn] VERB αυτοπ ρήμα unpers

Παραδειγματικές φράσεις με läppert

es läppert sich zusammen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский