Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Dissident , Präsident , Okzident και inzident

inzident [ɪntsiˈdɛnt] ΕΠΊΘ ΝΟΜ

Okzident <-s> [ˈɔktsidɛnt, --ˈ-] SUBST αρσ ενικ

Präsident(in) <-en, -en> [prɛziˈdɛnt] SUBST αρσ(θηλ)

2. Präsident (Bankpräsident):

Dissident(in) <-en, -en> [dɪsiˈdɛnt] SUBST αρσ(θηλ) ΠΟΛΙΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский