Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „hautnahe“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . hautnah [ˈ-ˈ-] ΕΠΊΘ

1. hautnah (Schilderung):

2. hautnah ΑΘΛ:

II . hautnah [ˈ-ˈ-] ΕΠΊΡΡ (aus nächster Nähe)

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Einer der vielen Höhepunkte seiner Naturerlebnisse war die hautnahe Begegnung mit einem Großen Panda im chinesischen Bambuswald.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hautnahe" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский