Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: genuin , genial και genussvoll

genial [geˈnjaːl] ΕΠΊΘ

1. genial (einfallsreich):

2. genial οικ (hervorragend):

I . genussvoll ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский