Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: gebacken και gebauchpinselt

gebacken [gəˈbakən]

gebacken part πρκ von backen

Βλέπε και: backen

backen <bäckt, backte/buk, gebacken> [ˈbakən] VERB μεταβ (Brot, Kuchen)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский