Γερμανικά » Ελληνικά

Gebaren <-s> [gəˈbaːrən] SUBST ουδ

Gebaren ενικ τυπικ:

gebären <gebirt, gebar, geboren> [gəˈbɛːrən] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με gebärend

lebend gebärend bio

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский