Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „fummelst“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

fummeln [ˈfʊməln] VERB αμετάβ οικ

1. fummeln (herumtasten):

2. fummeln (sexuell berühren):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский