Γερμανικά » Ελληνικά

flott [flɔt] ΕΠΊΘ

2. flott (schick):

3. flott (schwungvoll):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский