Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Livree , filmen και filzen

I . filzen [ˈfɪltsən] VERB μεταβ οικ (durchsuchen)

II . filzen [ˈfɪltsən] VERB αμετάβ (Wolle beim Waschen)

Livree <-, -n> [liˈvreː] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский