Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: large , fast και Arrest

large [larʒ] ΕΠΊΘ CH

large s. großzügig

Βλέπε και: großzügig

großzügig [ˈgroːstsʏːgɪç] ΕΠΊΘ

1. großzügig (tolerant):

3. großzügig (weiträumig):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский