Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „entfliegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

entfliegen <entfliegt, entflog, entflogen> VERB αμετάβ +sein

entfliegen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Wir verbrauchen gar zu viel Lebenskraft auf der Jagd um Frauenliebe – die Liebe entfliegt wie der Vogel und die Kräfte haben wir zersplittert.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"entfliegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский