Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „durchliegen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . durch|liegen irr VERB μεταβ (Bett, Matratze)

durchliegen

II . durch|liegen irr VERB αυτοπ ρήμα

durchliegen sich durchliegen ΙΑΤΡ:

sich durchliegen
sich durchliegen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"durchliegen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский