Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „drieëndertig“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

friedfertig [ˈfriːtfɛrtɪç] ΕΠΊΘ

mehrwertig ΕΠΊΘ

1. mehrwertig ΧΗΜ (polyvalent):

fingerfertig ΕΠΊΘ

höherwertig ΕΠΊΘ ΝΟΜ

widerwärtig [ˈviːdɐvɛrtɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский