Desinfektion <-, -en> [dezɪnfɛkˈtsjoːn] SUBST θηλ
1. Desinfektion (von Raum, Gebäude, Wunde):
-
απολύμανση θηλ
2. Desinfektion (von Instrumenten):
-
αποστείρωση θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.