Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „danebengehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

daneben|gehen [-ˈ----] irr VERB αμετάβ +sein

1. danebengehen (Schuss):

danebengehen

2. danebengehen οικ (scheitern):

danebengehen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Etwas anderes gilt nur, wenn der Ball offensichtlich danebengeht.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"danebengehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский