Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: betteln , betten , Bettelei , bettelarm και bettlägerig

Bettelei <-> SUBST θηλ ενικ

1. Bettelei (das Betteln):

2. Bettelei ΝΟΜ:

bettelarm [ˈ--ˈ-] ΕΠΊΘ

bettlägerig [ˈbɛtlɛːgərɪç] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский