Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bekümmert , behämmert , belagern , belauern και unbekümmert

behämmert [bəˈhɛmɐt] ΕΠΊΘ οικ

bekümmert ΕΠΊΘ

1. bekümmert (traurig):

2. bekümmert (beunruhigt, besorgt):

belagern [bəˈlaːgɐn] VERB μεταβ ΣΤΡΑΤ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das Fazit lautete: „Aufgekratzt, aber leicht belämmert.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"belämmert" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский