Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: babysitten και Babysitter

Babysitter <-s, -> SUBST αρσ

babysitten [ˈbeːbisɪtən] VERB αμετάβ nur απαρέμφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский