Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: blumig , bauchig , säumig , baulich , baumlos και baumeln

bauchig [ˈbaʊxɪç] ΕΠΊΘ

baumeln [ˈbaʊməln] VERB αμετάβ οικ

baumlos ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский