Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Garn , amen και agil

agil [aˈgiːl] ΕΠΊΘ

1. agil (körperlich):

2. agil (geistig):

Garn <-(e)s, -e> [garn] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский