Γερμανικά » Ελληνικά

abgeschlafft ΕΠΊΘ οικ

ab|schlaffen VERB αμετάβ +sein

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Seine Situation beschreibt er mit den Worten: „Ich war immer so abgeschlafft.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "abgeschlafft" σε άλλες γλώσσες

"abgeschlafft" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский