Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Wohngeldberechtigte“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Wohngeldberechtigte(r) <-n, -n> SUBST mf ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Wohngeldberechtigte" σε άλλες γλώσσες

"Wohngeldberechtigte" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский