Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bildhaft , Bildhauer και Wildheit

bildhaft ΕΠΊΘ

1. bildhaft (anschaulich):

2. bildhaft (figurativ):

Bildhauer <-s, -> [ˈbɪlthaʊɐ] SUBST αρσ

Wildheit <-, -en> SUBST θηλ

1. Wildheit (von Benehmen):

2. Wildheit (von Landschaft):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский