Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: stylen , Phenol και Myrtenöl

Phenol <-s> SUBST ουδ ενικ ΧΗΜ

stylen [ˈstaɪlən] VERB αυτοπ ρήμα

stylen sich stylen:

Myrtenöl <-s, -e> SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский