Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Schrankenwärter , Schraubenmutter , schrecken και schreckhaft

Schraubenmutter <-, -n> SUBST θηλ ΤΕΧΝΟΛ

Schrankenwärter(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)

schreckhaft ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский