Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Scheingesellschafter“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Scheingesellschafter(in) <-s, -> SUBST αρσ(θηλ)

Scheingesellschafter(in) ΟΙΚΟΝ, ΝΟΜ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Dieses bloß vermeintliche Gesellschaftsmitglied ist richtig als „Scheingesellschafter“ zu bezeichnen.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Scheingesellschafter" σε άλλες γλώσσες

"Scheingesellschafter" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский