Γερμανικά » Ελληνικά

Rauschgiftsüchtige(r) <-n, -n> SUBST mf

rauschgiftsüchtig ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Rauschgiftsüchtiger" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский