Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Lustmangel“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Lustmangel <-s> SUBST αρσ ενικ (sexuell)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Lustmangel" σε άλλες γλώσσες

"Lustmangel" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский