Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Hemmungswirkung“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Hemmungswirkung <-, -en> SUBST θηλ ΝΟΜ

Hemmungswirkung

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Ihre Hemmungswirkung entfalten sie erst, wenn sie geltend gemacht wurden.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "Hemmungswirkung" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский