Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: moralisch , Moralist , moralisieren και amoralisch

Moralist <-en, -en> [moraˈlɪst] SUBST αρσ

moralisch ΕΠΊΘ

amoralisch [ˈamoraːlɪʃ] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский