Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θρέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θρέφω

θρέφω s. τρέφω

Βλέπε και: τρέφω

τρέφω <έθρεψα, τράφηκα [ή θράφηκα], θρεμμένος> [ˈtrɛfɔ] VERB μεταβ

1. τρέφω (δίνω τροφή):

2. τρέφω μτφ (ελπίδες, αισθήματα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский